-
1 ἐφέδρανον
ἐφέδρ-ᾰνον, τό,3 ἐφέδρανον ὄργανον apparatus for persons under operation to sit on, Orib.49.2.1, 49.4.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφέδρανον
См. также в других словарях:
εφέδρανον — ἐφέδρανον, τὸ (Α) [εφέδρα] 1. το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, το κάθισμα, η έδρα («τὸ μὲν οἷον ἐφέδρανον γλουτός», Αριστοτ.) 2. το κάθισμα 3. φρ. «ἐφέδρανον ὄργανον» μηχάνημα πάνω στο οποίο κάθονταν οι εγχειριζόμενοι 4. στάβλος … Dictionary of Greek